Υάδες
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Greek Monolingual
οι / Ύάδες, αἱ, ΝΑ, και μτγν
τ. εν. Ὑάς, -άδος, ἡ, Α
1. μυθ. νύμφες, θυγατέρες του Άτλαντος και της Πληιόνης, αδελφές του Ύαντος, οι οποίες πέθαναν από λύπη για τον θάνατό του και μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αστέρες
2. σμήνος αστέρων στον αστερισμό του Ταύρου, τών οποίων η επιτολή και η δύση συνδέθηκε από την παράδοση με την περίοδο τών βροχών
νεοελλ.
αστρον. ανοιχτό αστρικό σμήνος σχήματος πλάγιου V, που βρίσκεται μέσα στα όρια του αστερισμού του Ταύρου και αποτελεί στην πραγματικότητα τον πυρήνα ενός πιο εκτεταμένου συσσωματώματος αστέρων
αρχ.
1. μυθ. οι νύμφες που ανέθρεψαν τον Βάκχο
2. (στη Λατινική) νεαροί θηλυκοί χοίροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομασία του αστερισμού αυτού, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει προέλθει από τη λ. ὗς «χοίρος» (για ανάλογες ονομ. αστερισμών προερχόμενες από ον. ζώων, πρβλ. Ἄρκτος, Ἔριφοι) με κατάλ. -άδες, πληθ. της -άς, -άδος (πρβλ. Πλει-άδες). Ο αστερισμός ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι η διάταξη τών αστέρων που τον αποτελούν θύμιζε την εικόνα ενός θηλυκού χοίρου περιτριγυρισμένου από τα μικρά του. Η παλαιότερη σύνδεση της λ. με το ρ. ὕει «βρέχει», η οποία στηριζόταν στην άποψη ότι η ανατολή και η δύση του αστερισμού αυτού συνέπιπτε μ'ε την περίοδο τών βροχών, είναι παρετυμολογική].