Πάσχα

From LSJ
Revision as of 07:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
I. la Pâque juive, Pâques;
II. particul.
1 le repas de la Pâque;
2 l’agneau pascal.
Étym. hébr. pâsach.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ και Πάσκα, Ν
1. μεγάλη εορτή του ιουδαϊσμού η οποία καθιερώθηκε για να εορτάζεται η ανάμνηση της εξόδου τών Εβραίων από την Αίγυπτο
2. η μεγαλύτερη από τις χριστιανικές εορτές η οποία καθιερώθηκε από τους αποστόλους για την ανάμνηση της σταυρικής θυσίας του Χριστού, από την οποία πήγασε η σωτηρία του ανθρώπινου γένους και η οποία εορτάζεται με απόφαση της Α' Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας
νεοελλ.
1. φρ. «κάναμε Πάσχα» — φάγαμε πλουσιοπάροχα
2. παροιμ. «ούτε φέτος Λαμπρή ούτε του χρόνου Πάσχα» — λέγεται γι' αυτούς που αναβάλλουν πάντοτε την εκτέλεση όσων υποσχέθηκαν
αρχ.
1. πασχαλινό δείπνο
2. πασχαλινός αμνός («λάβετε... πρόβατον κατὰ συγγενείας ὑμῶν, καὶ θύσατε τὸ πάσχα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από το αραμ. pascha (πρβλ. εβρ. pasah «διάβαση, πέρασμα»)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Πάσχα, τό indecl. paasfeest; paaslam:; τὸ πάσχα ἡμῶν ἐτύθη Χριστός ons paaslam is geslacht: Christus NT 1 Cor. 5.7; uitbr. paasmaal:. φαγεῖν τὸ πάσχα het paasmaal gebruiken NT Mt. 26.17.