άγρα

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

η (Α ἄγρα)
καταδίωξη και σύλληψη ζώων, πτηνών κ.λπ., θήρα, κυνήγι
νεοελλ.
επιδίωξη, επίμονη αναζήτηση
αρχ.
1. τρόπος κυνηγιού
2. ψάρεμα
3. θήραμα, αλίευμα, λάφυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. ἀγρῶ βλ. λ., το σανσκρ. ghāse -ajra- (= παρακινώ σε φάγωμα, σπάραγμα) και το αρχ. ιρλανδ. ār (= ήττα, σφαγή).
ΠΑΡ. αρχ. ἀγραῖος, ἀγρεύς, ἀγρεύω, ἀγρότερος (Ι), άγρότης (II) ἀγρώσσω, ἀγρώστης, μσν. ἀγράριον.
ΣΥΝΘ. βοάγριον, ζωγρέω, θήραγρος, πάναγρος, ποδάγρα κ.ά.].