έχμα

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

τὸ (Α ἔχμα)
καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο δοκούς
2. ναυτ. μικρό τεμάχιο από ισχυρό σχοινί με το οποίο συγκρατείται κάτι στο κατάστρωμα του πλοίου, κν. μπότσος
αρχ.
1. καθετί που συγκρατεί κάτι στερεά ή πίσω, το κώλυμα, το εμπόδιο («χερσὶ μάκελλαν ἔχων ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων», Ομ. Ιλ.)
2. καθετί που χρησιμεύει για υπεράσπιση, οχύρωση, άμυνα εναντίον κάποιου
3. φρ. α) «ἔχματα πέτρης» — τα στηρίγματα του βράχου
β) «ἔχματα νηῶν» — τα δοκάρια με τα οποία κρατιόταν όρθιο το πλοίο όταν ανασυρόταν στην ξηρά
γ) «ἔχματα γαίης» — τα προσκολλημένα στις ρίζες του δέντρου χώματα που το συγκρατούν στερεά στη γη
δ) (για τους μυς του σώματος) «ἔχματα γούνων» — τα στηρίγματα τών γονάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. έχ-μα < έχω].