αγκύλος

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγκύλος, -η, -ον)
κυρτός, καμπύλος, γαμψός
αρχ.
1. (για το ύφος του λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος
β) σαφής, λιτός
2. πονηρός, πανούργος
3. αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα ἀγκ- όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῡμαι, ἀγκυλῶ νεοελλ. αγκυλότητα, αγκυλώνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγκυλοβλέφαρος, ἀγκυλόγλωσσος, ἀγκυλόδους, ἀγκυλομήτης, ἀγκυλόπους, ἀγκυλότοξος κ.ά.
μσν.
ἀγκυλοκοπῶ, ἀγκυλόρρινος].