αιώνιος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source

Greek Monolingual

-ια (και -ία), -ιο (Α αἰώνιος, -ία, -ιον και -ιος, -ιον)
1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος
2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχεια
παντοτινά
νεοελλ.
(για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας)
1. αυτός που μοιάζει να κατέχει μια θέση ή ένα αξίωμα εφ' όρου ζωής (αιώνιος πρωθυπουργός, αιώνιος φοιτητής)
2. στερεός, άθραυστος, αθάνατος
3. ο ίδιος πάντοτε, συνηθισμένος, αναλλοίωτος (η αιώνια γυναίκα)
4. φρ. «αιωνία του η μνήμη», για κάποιον που πέθανε
«αιώνια ανάπαυση» και «αιώνιος ύπνος», ο θάνατος
«αιώνια ζωή», η μετά θάνατον ζωή
«αιώνιον πυρ», κόλαση
«αιώνιες μονές», παράδεισος
μσν.
1. ως τίτλος του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας
2. φρ. «εἰς ζωὴν αἰώνιον» — αιωνίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰών.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αιωνιότητα].