Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιμάσσω

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

αἱμάσσω)
νεοελλ.
1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ
2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω
αρχ.
1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα
2. τραυματίζω, πληγώνω
3. έχω το χρώμα του αίματος
4. προκαλώ αιματηρό τέλος
5. (ως ιατρ. όρος) κάνω αφαίμαξη με φλεβοτομία
6. μέσ. ματώνω, μέ παίρνουν τα αίματα
7. παθ. αιματοκυλιέμαι, φονεύομαι, σφάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα.
ΠΑΡ. αρχ. αἱμαγμός, αἱμακτός, αἵμαξις.