εὔχιλος

From LSJ
Revision as of 21:06, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχῑλος Medium diacritics: εὔχιλος Low diacritics: εύχιλος Capitals: ΕΥΧΙΛΟΣ
Transliteration A: eúchilos Transliteration B: euchilos Transliteration C: eychilos Beta Code: eu)/xilos

English (LSJ)

ον,    A rich in fodder, κάπη Lyc.95.    II of a horse, feeding well, X.Eq.1.12 (Comp.), cf. Arist.PA675b15 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1109] futterreich, κάπη Lycophr. 95; γῆ Poll. 7, 184. Aber ἵππος = ein Pferd, das gut frißt, viel Futter braucht, Xen. de re equ. 1, 12; ζῷα Arist. gen. anim. 3, 24, im comparat. εὐχιλότερα.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχῑλος: -ον, ἔχων ἄφθονον χόρτον πρὸς τροφὴν ζῴων, κάπη Λυκόφρ. 95. II. ἐπὶ ἵππου, καλῶς τρεφόμενος, Ξεν. Ἱππ. 1. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21, πρβλ. εὔχειλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en fourrage;
2 bien nourri.
Étymologie: εὖ, χιλός.

Greek Monolingual

εὔχιλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει πλούσια χλόη, άφθονο χορτάρι
2. (για ζώα και κυρίως άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χιλός «φρέσκο χόρτο»].

Greek Monotonic

εὔχῑλος: -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που τρέφεται καλά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔχῑλος: много съедающий (ἵππος Xen.; ζῷα Arst.).

Middle Liddell

εὔ-χῑλος, ον
of a horse, feeding well, Xen.