καθιέρωσις
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
εως, ἡ, A dedication, Aeschin.3.46, D.H. 6.1, J.AJ19.7.5, Ph.2.234, Plu.Publ.15, BMus.Inscr.481*.21 (pl.), etc.: Dor. καθιάρωσις Schwyzer 203.9 (Crete, from Teos, iii/ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1285] ἡ, die Weihung, Einweihung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθιέρωσις: -εως, ἡ, ἀφιέρωσις, Αἰσχίν. 60. 13, Πλουτ. Ποπλ. 15, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
consécration, dédicace.
Étymologie: καθιερόω.
Spanish
Greek Monolingual
καθιέρωσις, ἡ (Α)
βλ. καθιέρωση.
Greek Monotonic
καθιέρωσις: -εως, ἡ, αφιέρωση, προσφορά,σε Αισχίν., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καθιέρωσις: εως ἡ культ. посвящение Aeschin., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθιέρωσις -εως, ἡ [καθιερόω] inwijding, wijding.
Middle Liddell
καθιέρωσις, εως [from καθιερόω
a dedication, Aeschin., Plut.