κρειοδόκος

From LSJ
Revision as of 09:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρειοδόκος Medium diacritics: κρειοδόκος Low diacritics: κρειοδόκος Capitals: ΚΡΕΙΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: kreiodókos Transliteration B: kreiodokos Transliteration C: kreiodokos Beta Code: kreiodo/kos

English (LSJ)

ον,    A containing flesh, AP6.306.8 (Aristo).

Greek (Liddell-Scott)

κρειοδόκος: -ον, περιέχων, περιλαμβάνων, δεχόμενος κρέατα, Ἀνθ. Π. 6. 306· πρβλ. κρεηδόκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit ou conserve de la viande.
Étymologie: κρέας, δέκομαι.

Greek Monolingual

κρειοδόκος, -ον (Α)
φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» — σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο- (πρβλ. κρεο-) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βου-δόκος, μηλο-δόκος.

Russian (Dvoretsky)

κρειοδόκος: Anth. = κρεηδόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρειοδόκος -ον [κρέας, δέχομαι] vlees bevattend.