ματίζω

From LSJ
Revision as of 11:46, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτιζω Medium diacritics: ματίζω Low diacritics: ματίζω Capitals: ΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: matízō Transliteration B: matizō Transliteration C: matizo Beta Code: matizw

English (LSJ)

   A = ματεύω, in aor. inf. ματίσαι, Hsch. (leg. ματῆσαι).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτίζω: ματεύω, Ἡσύχ. (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ματῆσαι, ἐκ τοῦ ματέω).

Greek Monolingual

ματίζω)
νεοελλ.
1. αυξάνω το μήκος κάποιου πράγματος με προσθήκη προέκτασης («ματίζω το ύφασμα για να φτάσει για το φόρεμα»)
2. ναυτ. συνάπτω, δένω, συνδέω τα άκρα δύο σχοινιών με ματισιά.
αρχ.
ματεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμματίζω. Με την αρχ. σημασία της η λ. είναι μεταπλασμένος τ. του ματεύω, κατά τα ρ. σε -ίζω].