μεγαλοσχήμων

From LSJ
Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοσχήμων Medium diacritics: μεγαλοσχήμων Low diacritics: μεγαλοσχήμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: megaloschḗmōn Transliteration B: megaloschēmōn Transliteration C: megaloschimon Beta Code: megalosxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,    A magnificent, A.Pr.408 (lyr.):—also μεγᾰλό-σχημος, ον, bulky, of particles, Thphr. CP6.1.6.

German (Pape)

[Seite 107] ον, = Vorigem, τιμή, Aesch. Prom. 406.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοσχήμων: -ον, μεγαλοπρεπής, Αἰσχύλ. Πρ. 409. ὡσαύτως -σχημος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 6. ΙΙ. μεγαλόσχημοι ἢ -σχήμονες, οἱ, μοναχοὶ οἱ ἀφικόμενοι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, καὶ οἱ φοροῦντες τὸ μέγα σχῆμα, Στουδ. 1753D, Εὐστ. Πονημ. 216. 12, κτλ.· καὶ μεγαλοσχημοσύνη, ἡ, ὁ ὕψιστος οὗτος μοναχικὸς βαθμός, αὐτόθι 61.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a grand air, magnifique.
Étymologie: μέγας, σχῆμα.

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλοσχήμων, -ον)
(για μοναχό) μεγαλόσχημος
αρχ.
μεγαλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ-σχήμων].

Greek Monotonic

μεγᾰλοσχήμων: -ον (σχῆμα), μεγαλοπρεπής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοσχήμων: 2, gen. ονος великий, величавый (μ. καὶ ἀρχαιοπρεπὴς τιμή Aesch.).

Middle Liddell

μεγᾰλο-σχήμων, ον, σχῆμα
magnificent, Aesch.