μονόχηλος

From LSJ
Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχηλος Medium diacritics: μονόχηλος Low diacritics: μονόχηλος Capitals: ΜΟΝΟΧΗΛΟΣ
Transliteration A: monóchēlos Transliteration B: monochēlos Transliteration C: monochilos Beta Code: mono/xhlos

English (LSJ)

Dor. μονό-χᾱλος, ον,    A solid-hoofed, E.IA225 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 206] einklauig, mit ungespaltenen Hufen, μονόχαλα ὑπὸ σφυρά, Eur. l. A. 225.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχηλος: Δωρ. -χᾱλος, ον, ὁ ἔχων τὴν χηλὴν μονοφυῆ, δηλ. ἄσχιστον, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόχηλος, -ον δωρ. μονόχαλος)
(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο χηλή ή οπλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό-χηλος, πολύ-χηλος].

Greek Monotonic

μονόχηλος: (χηλή), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο χηλή, οπλή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονόχηλος: дор. μονόχᾱλος 2 однокопытный: μονόχαλα σφυρά Eur. (конские) копыта.

Middle Liddell

μονό-χηλος, δοριξ μονό-χᾱλος, ον χηλή
solid-hoofed, Eur.