κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Full diacritics: νενός | Medium diacritics: νενός | Low diacritics: νενός | Capitals: ΝΕΝΟΣ |
Transliteration A: nenós | Transliteration B: nenos | Transliteration C: nenos | Beta Code: neno/s |
εὐήθης, Hsch. νένοφεν· νενέφωται, Phot.; A v. συννέφω.
νενός: ἴδε νενίηλος.
νενός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «εὐήθης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη γλώσσα του Ησύχ. «νενίηλος
τυφλός, ανόητος» (βλ. λ. νενίηλος)].