πλοΐζω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
A v. πλωΐζω.
German (Pape)
[Seite 637] πλοΐζομαι, = πλωΐζω, im med. am gebräuchlichsten, jedoch nur bei Sp., u. schwerlich vor Polyb., der es oft hat, vgl. 5, 88, 7; s. Lob. Phryn. p. 614 ff.
Greek (Liddell-Scott)
πλοΐζω: πλοϊκός, πλόϊμος, ἴδε ἐν λ. πλωίζω, πλώμιος ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓϳ, σ. 539.
Greek Monolingual
Α
πλωΐζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς. Το ρ. αντικατέστησε το αρχαιότερο πλωΐζω].