προδιαπλέω

From LSJ
Revision as of 18:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαπλέω Medium diacritics: προδιαπλέω Low diacritics: προδιαπλέω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΠΛΕΩ
Transliteration A: prodiapléō Transliteration B: prodiapleō Transliteration C: prodiapleo Beta Code: prodiaple/w

English (LSJ)

   A sail across first, ἐς τὴν ἤπειρον ἐπί τινα D.C.47.33.

German (Pape)

[Seite 715] (s. πλέω), vorher durch od. hinüber schiffen, D. C. 47, 33.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαπλέω: διαπλέω πρότερος, ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ’ αὐτὸν προδιαπλεῦσαι Δίων Κ. 47. 33.

Greek Monolingual

Α
περνώ πρώτος με πλοίο απέναντι («ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ' αὐτὸν προδιαπλεῡσαι», Δίων. Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαπλέω «πλέω από τη μια ακτή ώς την απέναντι»].