σύσπονδος

From LSJ
Revision as of 08:24, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσπονδος Medium diacritics: σύσπονδος Low diacritics: σύσπονδος Capitals: ΣΥΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: sýspondos Transliteration B: syspondos Transliteration C: syspondos Beta Code: su/spondos

English (LSJ)

ον,    A = ὁμόσπονδος, Aeschin.2.163 (pl., v.l.).

German (Pape)

[Seite 1043] mit, zugleich das Trankopfer verrichtend, = συσπένδων, neben σύσσιτος, Aesch. 2, 163.

Greek (Liddell-Scott)

σύσπονδος: -ον, = ὁμόσπονδος, Αἰσχίν. 50. 9, πρβλ. ὁμόσπονδος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόσπονδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σπονδος (< σπονδή < σπένδω), πρβλ. παρά-σπονδος, υπό-σπονδος].

Greek Monotonic

σύσπονδος: -ον (σπονδή), = ὁμόσπονδος, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

σύσπονδος: вместе совершающий возлияние Aeschin.

Middle Liddell

σύ-σπονδος, ον, σπονδή = ὁμόσπονδος, Aeschin.]