τετραοίδιος
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
ον, A of four notes, in Music, name of a Νόμος of Terpander, Plu.2.1132d.
German (Pape)
[Seite 1098] von viererlei Melodie, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τετραοίδιος: -ον, σύνθετος ἐκ τεσσάρων ῥυθμῶν, ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1132D, ἴσως διορθωτ. τετραῴδιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως ονομασία νόμου του Τερπάνδρου) ο σύνθετος από τέσσερεις ρυθμούς, αυτός που έχει μελωδία τεσσάρων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀοιδή «ωδή, τραγούδι» + κατάλ. -ιος].
Russian (Dvoretsky)
τετραοίδιος: четырехнотный (ὁ κιθαρῳδίας νόμος Plut.).