φυκιόεις
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
English (LSJ)
εσσα, εν, A full of seaweed, weed-strewn, θίν' ἐν φυκιόεντι Il. 23.693; ἐπ' ἀϊόνος . . φυκιοέσσας Theoc.11.14, cf. 21.10.
German (Pape)
[Seite 1312] όεσσα, όεν, 1) voll Tang, Meergras, Il. 23, 692. – 2) geschminkt, gefärbt, Theocr. 21, 10.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
plein d’algues.
Étymologie: φυκίον.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
καλυμμένος με φύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. -ι-όεις (βλ. λ. -όεις) αντί του αναμενόμενου φυκ-όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ-ιόεις: τεῖχος, τερμ-ιόεις: πιθ. τέρμα.
Greek Monotonic
φῡκῐόεις: -εσσα, -εν, αυτός που είναι γεμάτος φύκια, φυκώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
φῡκιόεις: όεσσα, όεν φῦκος полный водорослей (θίς Hom.; ἀϊών Theocr.).