φυλακτήριος

From LSJ
Revision as of 10:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκτήριος Medium diacritics: φυλακτήριος Low diacritics: φυλακτήριος Capitals: ΦΥΛΑΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: phylaktḗrios Transliteration B: phylaktērios Transliteration C: fylaktirios Beta Code: fulakth/rios

English (LSJ)

α, ον,    A serving as a protection, τὰ περί τι φ. Pl.Lg.842d, φῠλᾰκ-της, ου, ὁ, one who preserves, τῶν ἰδίων ἐθῶν Ph.2.577 (pl.), sed leg. -τικοί.    II = φυλακτήρ, a magistrate at Cumae, Plu.2.291f.

German (Pape)

[Seite 1313] bewachend, beschützend, bewahrend, Plat. Legg. VIII, 842 d.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλακτήριος: -α, -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς φύλαξιν, τὰ περί τι φ. Πλάτ. Νόμ. 842D.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ φυλακτήρ
1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον
α) μέσο προστασίας, προφύλαξης από κάτι κακό (α. «τῶν ἀχράντων τοῡ Χριστοῡ μυστηρίων μεταλαβεῑν, ἀσφαλὲς φυλακτήριον», Νικ. Ουρ.
β. «ἐν τοῑς τῶν ἀγορανόμων νόμοισί τε καὶ φυλακτηρίοις», Πλάτ.)
β) φυλαχτό, περίαπτο, που απομακρύνει τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν κάποιον (α. «γυνὴ μάντις καὶ φυλακτάρεα καὶ ἐπαοιδίας ποιοῡσα», Λεοντ. Νεαπ.
θ. «καὶ άντὶ φυλακτηρίου περιάμματι αὑτῷ αἱ γυναῑκες χρῶνται», Πλούτ.
γ. «φυλακτήρια περίαπτα», Διοσκ.)
3. μικρή λουρίδα με χωρία του μωσαϊκού νόμου γραμμένα επάνω, που έδεναν στο μέτωπό τους οι Ιουδαίοι την ώρα της προσευχής (α. «φυλακτήρια... δελτία ἦν μικρὰ... ἅπερ ἐφόρουν οἱ τῶν Ἰουδαίων καθηγηταί», Ισίδ. Πηλ.
β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν», ΚΔ)
αρχ.
οχυρή θέση, προστατευμένη τοποθεσία («ὁ Ἄλος ποταμός, ἐπ' ᾧ πύλαι τε ἔπεισι... καὶ φυλακτήριον μέγα ἐπ' αὐτῷ», Ηρόδ.).

Russian (Dvoretsky)

φῠλακτήριος: несущий охрану (περί τι Plat.).