ἀναδασμός

From LSJ
Revision as of 13:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδασμός Medium diacritics: ἀναδασμός Low diacritics: αναδασμός Capitals: ΑΝΑΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: anadasmós Transliteration B: anadasmos Transliteration C: anadasmos Beta Code: a)nadasmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A redistribution, partition of land, among colonists, Hdt.4.159, 163; as a revolutionary measure, freq. coupled with χρεῶν ἀποκοπαί, Pl.R. 566a, D.17.15, Jusj. ap. eund.24.149, SIG526.22 (Itanos).

German (Pape)

[Seite 185] ὁ, Vertheilung, bes. neue V. des Landes zu gleichen Theilen (s. ἀναδαίω), γῆς, Her. 4. 163; Plat. Rep. VIII, 566 e; Dem. 24, 149, im Heliasteneid, u. sonst. Ebenso ohne γῆς, Pol. 4, 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδασμός: ὁ, (ἀναδάσασθαι) ἡ ἐκ νέου διανομή, «ξαναμοίρασμα», διαμοιρασμὸς τῆς γῆς μεταξὺ ἀποίκων, Ἡρόδ. 4. 159, 163· ἰδίως ὡς μέτρον δημοκρατικὸν πρὸς ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῶν χρεῶν (πρβλ. ἀναδατέομαι, ἀνάδαστος), Πλάτ. Πολ. 566Α, Δημ. 215, 25., 746. 25.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
nouveau partage de terres.
Étymologie: ἀναδαίω².

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
redistribución, nuevo reparto γῆς Hdt.4.159, 163, Pl.R.566a, Lg.684e, Isoc.12.259, D.17.15, 24.149, ICr.3.4.8.22 (Itanos III a.C.), Plb.4.17.4, D.C.37.30.2, Plu.2.226b, τῶν ἀγαθῶν Luc.Ep.Sat.25, cf. 36, dud. en BGU 300.9.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναδασμός) ἀναδατέομαι
η εκ νέου διανομή, η ανακατονομή της έγγειας ιδιοκτησίας.

Greek Monotonic

ἀναδασμός: ὁ, αναδιανομή ή κατανομή της γης ανάμεσα στους αποίκους, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδασμός:ἀναδαίω I] раздел, передел, (пере)распределение (γῆς Her., Plat., Dem., Polyb.).

Middle Liddell


re-distribution or partition of land, among colonists, Hdt., Plat., etc.