ἀπαράδεκτος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ον, A inadmissible, Phld.Sign.17 (-δεικτον Pap.), A.D.Synt.59.18,al.; unacceptable, Olymp.Hist.p.465 D. II Act., not receiving or admitting, c. gen., μαθημάτων Memn.2.2; [τῶν ἀγαθῶν] Phld.D.3Fr.42 (dub. rest.); τέχνης Ph.1.311; διαβολῆς Stoic.3.153; esp. in Gramm., τῶν ἄρθρων A.D.Synt.16.18,al.
German (Pape)
[Seite 279] 1) nicht auf-, anzunehmen, Sp. – 2) nicht annehmend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράδεκτος: -ον, ὁ μὴ δεκτός, Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, μετὰ γεν., μαθημάτων Μέμνων σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inadmisible, inaceptable ἀπαράδεκτον [οὐ] χὶ τό τινας ὑπερεκπείπτο[ντ] ας εἶναι μακροβιοτείᾳ no es inadmisible el que haya algunos que sobrepasan en longevidad Phld.Sign.17.23, cf. A.D.Synt.59.18, Olymp.Hist.p.465.
2 que no admite, incapaz de admitir c. gen. μαθημάτων que no está en favor de los estudios Memn.2.2, τῶν ἀγαθῶν Phld.D.3.fr.42, τέχνης Ph.1.311, διαβολῆς Chrysipp.Stoic.3.153
•gram. que no admite τῶν ἄρθρων A.D.Synt.16.18.
II adv. -ως desfavorablemente ἀ. ἔχειν estar desfavorablemente dispuesto Isid.Pel.Ep.M.78.273C.
Greek Monolingual
κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀπαράδεκτος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχθεί, ο οποίος απορρίπτεται
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η έλλειψη βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες
2. μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, επειδή δεν τηρήθηκε κάποιος δικονομικός κανόνας, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης
αρχ.
ο ανεπίδεκτος.