ἐξαπηλιωτικός
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
ή, όν, A easterly, PFlor.50.105 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
oriental, del este τὸ ἐξαπηλιωτικὸν ἐποίκιον PFlor.50.105 (III d.C.).
Greek Monolingual
-ή, -όν ἐξαπηλιωτικός, -ή, -όν (Α)
απηλιωτικός, αυτός που προέρχεται από ή κατευθύνεται προς το μέρος του απηλιώτη, του ανατολικού ανέμου, ο ανατολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απ--ηλιωτ-ικός (< απηλιώτης «ανατολικός άνεμος», τ. που εμφανίζει ιωνική ψίλωση, αντί του αφηλιώτης)].