ἐξονομαίνω

From LSJ
Revision as of 18:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξονομαίνω Medium diacritics: ἐξονομαίνω Low diacritics: εξονομαίνω Capitals: ΕΞΟΝΟΜΑΙΝΩ
Transliteration A: exonomaínō Transliteration B: exonomainō Transliteration C: eksonomaino Beta Code: e)conomai/nw

English (LSJ)

   A name, speak of by name, ἄνδρα Il.3.166; αἴδετο . . γάμον ἐξονομῆναι name, tell it, Od.6.66, cf. h.Ven.252; τὸ πλῆθος τοῦ ἀργυρίου SIG527.122 (Crete, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 886] bei Namen nennen, rufen; ἄνδρα Il. 3, 166; αἴδετο γάμον ἐξονομῆναι, sie schämte sich, die Hochzeit mit Namen zu nennen, Od. 6, 66; h. Ven. 253.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξονομαίνω: λέγω τὸ ὄνομά τινος, ὥς μοι καὶ τόνδ’ ἄνδρα... ἐξονομήνῃς, «ἐξ ὀνόματος εἴπῃς» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 166· αἴδετο γὰρ γάμον ἐξονομῆναι, ν’ ἀναφέρῃ περὶ τοῦ γάμου, νὰ εἴπῃ περὶ αὐτοῦ ὀνομαστί, Ὀδ. Ζ. 66, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 252.

French (Bailly abrégé)

appeler ou désigner par son nom.
Étymologie: ἐξ, ὄνομα.

English (Autenrieth)

aor. subj. -μήνῃς, inf. -μῆναι: call by name, name, mention, Od. 6.66.

Greek Monolingual

ἐξονομαίνω (Α)
1. καλώ ονομαστικά
2. εκφράζω ρητά, σαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονομαίνω «ονομάζω» (< όνομα)].

Greek Monotonic

ἐξονομαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, λέω το όνομα κάποιου, αναφέρω ονομαστικά, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξονομαίνω: (aor. conjct. 2 л. sing. ἐξονομήνῃς) называть по имени, упоминать (τινά Hom. и τι Hom., HH): αἴδετο (τὸν) γάμον ἐξονομῆναι πατρί Hom. ей неловко было сказать о браке отцу.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to name, speak of by name, Hom.