ἐπιτέγγω

From LSJ
Revision as of 20:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτέγγω Medium diacritics: ἐπιτέγγω Low diacritics: επιτέγγω Capitals: ΕΠΙΤΕΓΓΩ
Transliteration A: epiténgō Transliteration B: epitengō Transliteration C: epiteggo Beta Code: e)pite/ggw

English (LSJ)

   A pour liquid upon, moisten, τί τινι Hp.Fract.29, cf. Gal. UP14.11, al. ; τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύοις Philostr.VS2.5.3 ; ἐ. καὶ μαλάττει Gal.6.122 ; = ἐπιστάζω, νέκταρ Anacreont.53.41.

German (Pape)

[Seite 989] obenauf anfeuchten, Philostr.; νέκταρ Anacr. 54, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτέγγω: ἐπιχέω ὑγρόν, ὑγραίνω, βρέχω, τί τινι Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύοις Φιλόστρ. 574· ― ὡσαύτως = ἐπιστάζω, Ἀνακρεόντ. 57. 22.

Greek Monolingual

ἐπιτέγγω (Α)
1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω
2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά
3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το
4. στάζω, χύνω από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτέγγω: лить, разливать (νέκταρ Anacr.).