ἐρημονόμος

From LSJ
Revision as of 21:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημονόμος Medium diacritics: ἐρημονόμος Low diacritics: ερημονόμος Capitals: ΕΡΗΜΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: erēmonómos Transliteration B: erēmonomos Transliteration C: erimonomos Beta Code: e)rhmono/mos

English (LSJ)

ον,    A haunting the wilds, θεαί A.R.4.1333 ; θῆρες AP6.184 (Zos.); also in late Prose, ζῷα ἐ. Agath.2.24.    II ἐρημόνομος, ον, desolate, λόχμη, πόντος, Nonn.D.37.12, 47.510.

German (Pape)

[Seite 1026] einsam, in der Wüste weidend, sich aufhaltend, Ap. Rh. 4, 1333; θῆρες, Zosim. 2 (VI, 184); Nonn. D. 14, 68.

Greek Monolingual

ἐρημονόμος, -ον και έρημόνομος, -ον (Α)
1. αυτός που συχνάζει στην έρημο («ἐρημονόμοι θεαί»)
2. έρημος, ακατοίκητοςἐρημονόμος λόχμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -νομός (< νέμω)
πρβλ. ορειο-νόμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρημονόμος: обитающий в безлюдных местах, степной, дикий (θῆρες Anth.).