ὑδρεῖον
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
Ion. ὑδρήϊον, τό, A bucket or pitcher, Hdt. 3.14, Dem.Phal.Fr.5J., Ergias ap.Ath.8.360f, etc.; ὑ. ἀργύρειον Supp.Epigr.4.306.14 (Panamara); ὑ. χαλκοῦν BGU387 ii 15 (ii A. D.); cf. ὑδρίον 1. II reservoir, Plb.34.2.6 (s. v.l.), Str.12.3.39 (both pl.): sg. in Id.1.2.30, Supp.Epigr.6.181 (Sebaste), Sardis 7(1) No. 17.13.
German (Pape)
[Seite 1173] τό, 1) Wassereimer, Schöpfeimer, ion. ὑδρήϊον, Her. 3, 14. – 2) Ort, wo man Wässer schöpft, Brunnen; Pol. 34, 2, 6; Strab. 12, 3, 38, v. l. ὑδρίον.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρεῖον: Ἰων. ὑδρήιον, τό· (ὑδρεύω)· - καδίσκος πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, ἄντλημα, «κουβᾶς», Ἡρόδ. 4. 14, Ἀθήν. 360F, κλπ. ΙΙ. δεξαμενὴ ὕδατος, Πολύβ. 34. 2. 6, Στράβ. 37. 560. ΙΙΙ. χρονόμετρον δι’ ὕδατος, κλεψύδρα. Ἀρχ. Μαθ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
seau, vase pour puiser de l’eau.
Étymologie: ὕδωρ.
Greek Monotonic
ὑδρεῖον: Ιων. ὑδρήϊον, τό (ὑδρεύω),
I. κάδος για άντληση νερού, κουβάς πηγαδιού, σε Ηρόδ.
II. δεξαμενή νερού, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρεῖον: ион. ὑδρήϊον τό
1) кувшин или ведро для воды Her., Plut.;
2) водоем Polyb.
Middle Liddell
ὑδρεῖον, ιονιξ ὑδρήιον, ου, τό, ὑδρεύω
I. a water-bucket, well-bucket, Hdt.
II. a water-tank, Strab.