κλειδουχέω

From LSJ
Revision as of 23:05, 6 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "to be" to "to be")

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειδουχέω Medium diacritics: κλειδουχέω Low diacritics: κλειδουχέω Capitals: ΚΛΕΙΔΟΥΧΕΩ
Transliteration A: kleidouchéō Transliteration B: kleidoucheō Transliteration C: kleidoucheo Beta Code: kleidouxe/w

English (LSJ)

Att. κληδ-, A to be a κλειδοῦχος, κ. θεᾶς to be her priestess, E.IT1463: abs., -οῦντος Ἀρίστωνος OGI170 (Delos, ii/i B.C.). II γλώσσης πικροῖς κέντροισι κλῃδουχούμενοι, perh. kept in check, E.HF 1288.

German (Pape)

[Seite 1447] = κλῃδουχέω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλειδουχέω: Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι κλειδοῦχος, κλ. θεᾶς, εἶμαι ἱέρεια αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, ὅπερ ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ λέξις εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir les clefs (d’un temple), être surveillant ou prêtre d’un temple.
Étymologie: κλειδοῦχος.

Greek Monotonic

κλειδουχέω: Αττ. κλῃδ-, μέλ. -ήσω,
I. είμαι κύριος, υπεύθυνος των κλειδιών, κλ. θεᾶς, είμαι ιέρειά της, σε Ευρ.
II. Παθ., παρατηρούμαι στενά, παραφυλάττομαι, στον ίδ.

Middle Liddell

κλειδουχέω,
I. to have charge of the keys, κλ. θεᾶς to be her priestess, Eur.
II. Pass. to be closely watched kept in check, Eur. [from κλειδοῦχος