εὔπαις

From LSJ
Revision as of 09:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπαις Medium diacritics: εὔπαις Low diacritics: εύπαις Capitals: ΕΥΠΑΙΣ
Transliteration A: eúpais Transliteration B: eupais Transliteration C: eypais Beta Code: eu)/pais

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ, A blest with children, i.e. with many or with good, fine children, h.Hom.30.5, Hdt. 1.32, E.Hec.810; Ἀσκληπιός Ar.Pl. 639 (lyr.); βιοτά E.Ion 491 (lyr.); Ἀθῆναι AP6.330 (Aeschin.); but Λατοῦς γόνος εὔπαις her noble son, E.HF689, IT1234 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 1086] παιδος, mit guten, schönen Kindern, glücklich in Kindern, H. h. 30, 5; Eur. Hec. 810 Suppl. 955; εὔπαιδος βιοτῆς ἐχοίμην Ion 491 ch.; Her. 1, 32 u. A.; Ἀθῆναι Aeschin. ep. (VI, 330). – Aber γόνος εὔπαις = der treffliche Sohn, Eur. I. T. 1234; Herc. Für. 689; Nonn. D. 24, 86.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπαις: -αιδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ ἢ πολλὰ τέκνα, Ὁμ. Ὕμν. 30. 5, Ἡρόδ. 1. 32, καὶ Ἀττ., ὡς Εὐρ. ἐν Ἑκ. 810, Ἀριστοφ. ἐν Πλ. 639· βιοτᾶς εὔπαιδος Εὐρ. Ἴων. 491: - ἀλλά, Λατοῦς γόνος εὔπαις, ὁ εὐγενὴς αὐτῆς υἱός, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 689, Ι. Τ. 1234. Πρβλ. εὔτεκνος.

French (Bailly abrégé)

αιδος (ὁ, ἡ)
1 qui a de beaux ou de bons enfants;
2 bon fils, bonne fille.
Étymologie: εὖ, παῖς.

Spanish

buen hijo

Greek Monolingual

εὔπαις, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει καλά και πολλά παιδιά, ο ευτυχής ως προς τα τέκνα
2. το εξαιρετικό, το πιο ωραίο παιδί
3. αυτός που έχει καλούς μαθητές, σπουδαίους απογόνους ή ομοτέχνους («ἀναβοάσομαι τὸν εὔπαιδα Ἀσκληπιόν» — θα υπενθυμίσω τον Ασκληπιό που έχει πολλούς και καλούς μαθητές, δηλ. μεγάλους γιατρούς, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παις].

Greek Monotonic

εὔπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ευλογημένος με παιδιά, δηλ. με πολλά ή καλά παιδιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· γόνος εὔπαις, ευγενής γιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπαις: παιδος adj.
1) счастливый в своих детях HH, Eur., Her., Anth.;
2) (о детях) отличный, замечательный (Λατοῦς γόνος Eur.).

Middle Liddell

εὔ-παις, παιδος, ὁ, ἡ,
blest in one's children, i. e. with many or good children, Hhymn., Hdt., attic; γόνος εὔπαις noble offspring, Eur.

English (Woodhouse)

blest in one's children

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)