σάλπη
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
ἡ, a sea-fish, the A saupe, Box salpa, Epich.63, Arist.HA 543a8, al. (ὃν καὶ βοῦν [leg. βῶκα] καλοῦσιν, Hsch.): also σάλπης, ὁ, Archipp.19; σάλπος is v.l. in Arist.HA534a16; σάρπη, ib.534a9, 621b7; σάλπιγξ, ib.543a8.
German (Pape)
[Seite 860] ἡ, ein Meerfisch, lat. salpa, in Frankreich noch jetzt saupe, Ath. VII, 321 c, mit Beispielen aus den comic; auch σάρπη, ἡ, Arist. H. A.; σάλπ ης, ὁ, Archipp. bei Ath. VII, 322 a; u. σάλπιγξ, Arist.
Greek (Liddell-Scott)
σάλπη: ἡ θαλάσσιος ἰχθύς, Λατ. salpa, Γαλλ. saupe, Ἐπίχ. (πρβλ. Ἀθήν. 321D κἑξ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5, κ. ἀλλ· ὡσαύτως σάλπης, ὁ, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 11· σάλπος εἶναι διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 19· σάρπη αὐτόθι 18. 9, 37. 14, κ. ἀλλ.· σάλπιγξ 5. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σάλπη· ἰχθὺς ποιός, ὃν καὶ βοῦν καλοῦσιν».
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σάλπα και σάρπα Ν, και σάρπη, και ως αρσ. σάλπης και σάλπος, ὁ, Α
κοινή σήμερα ονομασία του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την λόγια ονομασία Βωξ η σάλπη, συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ποιός, ὅν καὶ βοῡν καλοῡσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (πρβλ. λατ. salpa / sarpa, γαλλ.-αγγλ. saupe)].
Russian (Dvoretsky)
σάλπη: ἡ рыба сальпа (предполож. Sparus Salpa) Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: sea fish, Box salpa (Epich., Arist. etc.).
Other forms: -ης m. (Archipp.), -ος (Arist. v.l.), σάρπη f. (Arist.); also σάλπιγξ (Arist.; folketym. transformation). On the change λ > ρ cf. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 42.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained mediterranean word. Lat. (Plin., Ov.) salpa, Ital. salpa. sarpa, Fr., Engl. saupe. Cf. Heubeck Thes. Praerom. 1, 13 f.; s. also Thomson Fishes s.v. -- The variation ρ\/λ is typical for Pre-Greek (Furnée 387).
Frisk Etymology German
σάλπη: {sálpē}
Forms: -ης m. (Archipp.), -ος (Arist. v.l.), σάρπη f. (Arist.); auch σάλπιγξ (Arist.; volksetym. Umbildung). Zum Wandel λ > ρ vgl. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 42.
Grammar: f. (Epich., Arist. usw.),
Meaning: Meerfisch, Box salpa
Etymology : Unerklärtes Mittelmeerwort. Lat. (Plin., Ov.) salpa, ital. salpa. sarpa, frz., engl. saupe. Vgl. Heubeck Thes. Praerom. 1, 13 f.; dazu noch Thomson Fishes s.v.
Page 2,674