στεμφυλίας
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
with or without οἶνος,= στεμφυλίτης, PCair.Zen. 737.2, al. (iii B.C.), Hsch. A s.v. λάκυρος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίας (πρβλ. τρυγ-ίας)].