πάνεφθος
οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
English (LSJ)
ον, A quite boiled; of metals, quite cleansed of dross, κασσίτερος Hes. Sc.208.
German (Pape)
[Seite 459] ganz gekocht; κασσίτερος, ganz von Schlacken geläutert, Hes. Sc. 208.
Greek (Liddell-Scott)
πάνεφθος: [ᾰ], -ον, πάνυ ἐφθός: ἐπὶ μετάλλων, κεκαθαρμένος, τελείως ἀπηλλαγμένος κόνεως, ἀκαθαρσίας κ.τ.τ., πανέφθου κασσιτέροιο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait cuit ; purifié par le feu.
Étymologie: πᾶς, ἑφθός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος
2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)].
Greek Monotonic
πάνεφθος: [ᾰ], -ον, λέγεται για μέταλλα, πολύ καθαρός, ολότελα ανόθευτος ή αμιγής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πάνεφθος: (ᾰ) отлично вываренный, т. е. очищенный от шлака, чистый (κασσίτερος Hes.).
Middle Liddell
πά˘ν-εφθος, ον,
of metals, quite purified, Hes.