σταδιαῖος
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
α, ον, (στάδιον) A a stade long, deep, or high, σ. βάθος Plb. 34.11.14; ὁ σ. δρόμος D.H.7.73; πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος D.S.1.52; διφθέραι σ. τοῖς μεγέθεσιν Ath.12.539c:—v. σταδαῖος.
German (Pape)
[Seite 926] das Maaß eines Stadion habend; βάθος, Pol. 34, 11, 14; τόπος, Apolld. 3, 9, 1; a. Sp. – Bei Themist. auch = σταδαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰδιαῖος: -α, -ον, (στάδιον) ὁ ἔχων μῆκος, πλάτος ἢ ὕψος ἐνὸς σταδίου, στ. βάθος Πολύβ. 34. 11, 14˙ ὁ στ. δρόμος Διον. Ἁλ. 7. 73˙ πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος Διόδ. 1. 52˙ διφθέραι στ. τοῖς μεγέθεσιν Ἀθήν. 539C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de l’étendue (longueur, largeur, etc.) d’un stade.
Étymologie: στάδιον.
Greek Monolingual
-αία, -ον, ΜΑ
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῖον», Νικ. Χων.
β. «καθ' οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῖον», Πολ.
γ. «πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος», Διόδ.
δ. «σταδιαῖος δρόμος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγον-ιαῖος)].
Russian (Dvoretsky)
στᾰδιαῖος: размером в один стадий (βάθος Polyb.): σ. τὸ ὕψος Diod. имеющий один стадий в вышину.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταδιαῖος -α -ον [στάδιον] alleen in. μάχη σταδιαία gevecht van man tegen man (in het gelid) Luc. 33.40.