σεσοφισμένως

From LSJ
Revision as of 09:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεσοφισμένως Medium diacritics: σεσοφισμένως Low diacritics: σεσοφισμένως Capitals: ΣΕΣΟΦΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: sesophisménōs Transliteration B: sesophismenōs Transliteration C: sesofismenos Beta Code: sesofisme/nws

English (LSJ)

Adv. A cunningly, X.Cyn.13.5.

German (Pape)

[Seite 872] adv. part. perf. pass. von σοφίζω, schlau, listig, verfänglich, Xen. Cyn. 13, 5.

Greek (Liddell-Scott)

σεσοφισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., εὐφυῶς, μετὰ σοφίας καὶ δεξιότητος, σοφιστικῶς, Ξεν. Κυν. 13. 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec habileté ou fourberie.
Étymologie: σεσοφισμένος, part. pf. Pass. de σοφίζω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με εξυπνάδα, με επιδεξιότηταἴσως οὖν τοῑς μὲν ὀνόμασιν οὐ σεσοφισμένως λέγω», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσοφισμένος του σοφίζομαι].

Greek Monotonic

σεσοφισμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. σεσόφισμαι, με δόλο, με πανουργία, με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σεσοφισμένως: adv. хитро, ловко Xen.

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of σοφίζομαι]
cunningly, Xen.