αγκύλος

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγκύλος, -η, -ον)
κυρτός, καμπύλος, γαμψός
αρχ.
1. (για το ύφος του λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος
β) σαφής, λιτός
2. πονηρός, πανούργος
3. αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από τη ρίζα ἀγκ- όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῡμαι, ἀγκυλῶ νεοελλ. αγκυλότητα, αγκυλώνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγκυλοβλέφαρος, ἀγκυλόγλωσσος, ἀγκυλόδους, ἀγκυλομήτης, ἀγκυλόπους, ἀγκυλότοξος κ.ά.
μσν.
ἀγκυλοκοπῶ, ἀγκυλόρρινος].