καταπυκνώνω
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
Greek Monolingual
(AM καταπυκνῶ, -όω)
πυκνώνω, συμπυκνώνω
αρχ.
1. (με αιτ. ή δοτ.) γεμίζω κάτι τελείως με κάποιο πράγμα
2. περιορίζω σε μικρή περιοχή, συμπτύσσω, συμπιέζω
3. μουσ. συμπληρώνω τα διαστήματα μουσικής κλίμακας
4. παθ. καταπυκνοῡμαι, -όομαι
α) είμαι εντελώς γεμάτος
β) γίνομαι συχνός
γ) (για είδη συλλογισμού) συμπυκνούμαι
5. φρ. α) (για έδαφος) «ἐλαίαις καταπυκνῶσθαι» — είμαι πυκνά φυτευμένος με ελιές
β) «καταπεπυκνῶσθαι πλήθει ἀστέρων» — είναι γεμάτο, διάσπαρτο με πλήθος αστέρων, Αριστοτ.
γ) «καταπεπύκνωται ή πραγματεία» — έχει γίνει συχνή η χρήση της, Πορφύρ.
δ) «εἰ μὴ καταπυκνοῡταί τι» — εάν δεν είναι πάντοτε εύκολο, εφαρμόσιμο
ε) «καταπεπυκνωμένη ἡδονή» — απόλυτη, τέλεια ηδονή.