δη

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

δή (Α)
(μόριο)
1. χρον. σ' αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» — πέρασαν ήδη εννιά χρόνια
δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ' ἦμαρ» — αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα
ε. «τόδε δή» — αυτή τη στιγμή ακριβώς)
2. (εμφαντικό μόριο) πράγματι, βέβαια (α. «νῡν δὲ ὁρᾱτε δή» — τώρα πράγματι βλέπετε... β. «σοφιστὴν δή τι ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα» — τον αποκαλούν σοφιστή ως γνωστόν
γ. «ἅτε δὴ ἐόντες» — επειδή πράγματι ήταν... δ. «ὡς φόνον νίζουσα δή» — τάχα σαν να ξέπλενε το αίμα)
3. (μεταβατικό, εξακολουθητικό) λοιπόν, έτσι λοιπόν («τὴν μὲν δὴ τυραννίδα οὕτως εἶχον»)
4. (επιτατικό) α) «καὶ μετὰ ὅπλων γε δή» — και πάνω απ' όλα, με όπλα
β) «εἰ δὲ δὴ πόλεμος ἥξει» — και, κυρίως, αν ξεσπάσει πόλεμος
5. «καὶ δή» — και μάλιστα, και επιπλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παλιά οργανική πτώση < ΙΕ dē (πρβλ. λατ. dē, αρχ. ιρλ. dῑ). Η σχέση με τα δαι, δε είναι πιθανή.