κίφος
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
τό, Messen. for στέφανος, Paus.3.26.9. (For σκίφος, cf. σκιφατόμος.)
German (Pape)
[Seite 1443] τό, nach Paus. 3, 26, 9 messenisch für στέφανος.
Greek (Liddell-Scott)
κίφος: τό, Μεσσην. ἀντὶ στέφανος, Παυσ. 3. 26, 9.
Greek Monolingual
κίφος, τὸ (Α)
(μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος με απώλεια του σ- (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: Messen. for στέφανος (Paus. 3, 26, 9).
Compounds: σκιφα-τόμος who cuts σκίφα (palms?) [for ψίλινοι στέφανοι]' (IG 5 : 1, 212, 63; Sparta Ia).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For *σκίφος to σκιφίνιον πλέγμα ἐκ φοίνικος H.- Not with Solmsen Wortforsch. 205 (with doubt) to κόφινος; also not with Petersson Glotta 4, 298 to Skt. śiphā fibrous root, rod.
Frisk Etymology German
κίφος: {kíphos}
Grammar: n.
Meaning: messen. Wort für στέφανος (Paus. 3, 26, 9).
Etymology : Für *σκίφος zu σκιφίνιον· πλέγμα ἐκ φοίνικος H., σκιφατόμος ‘der σκίφα (Palmen?) [für ψίλινοι στέφανοι] fällt’ (IG 5 : 1, 212, 63; Sparta Ia). — Nicht mit Solmsen Wortforsch. 205 (zögernd) zu κόφινος; auch nicht mit Petersson Glotta 4, 298 zu aind. śiphā faserige Wurzel, Rute u. a.
Page 1,861