ήμαρ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α)
1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.)
2. (ως επίρρ.) ἦμαρ
κατά τη διάρκεια της ημέρας
3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» — μεσημέρι
β) «δείελον ἦμαρ» — δειλινό
γ) «ἐπ' ἤματι»
i) καθημερινά
ii) κατά το διάστημα της ημέρας
iii) κατά το τέλος της ημέρας
δ) «κατ' ἦμαρ»
i) καθημερινά
ii) σήμερα
ε) τὸ κατ' ἦμαρ» — οι καθημερινές ανάγκες, ο επιούσιος άρτος
στ) «παρ' ἦμαρ» — μέρα παρά μέρα
ζ) «ἤματι χειμερίῳ» — σε μια χειμωνιάτικη μέρα
η) «ἤματι ὀπωρινῷ» — σε μια φθινοπωρινή μέρα
θ) (για θάνατο) «νηλεὲς ἦμαρ» — μοιραία μέρα
ι) (για σκλάβους) «ἐλευθέριον ἡ δούλιον ἡ ἀναγκαῑον ἦμαρ» — η μέρα της απελευθέρωσης
ια) «νόστιμον ἦμαρ» — η μέρα της επανόδου στην πατρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επικός ιων. τ. του άμαρ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. āmōr (πρβλ. τέκμαρ: τέκμωρ) και αντιστοιχεί στο αρμ. awr «ημέρα». Η δασύτητα του αττ. παρεκτεταμένου τ. ημέρα οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το εσπέρα.
ΠΑΡ. ημάτιος.
ΣΥΝΘ. αυτήμαρ, εννήμαρ, εξήμαρ, πανήμαρ, προήμαρ (βλ. και λ. ημέρα)].