ἱεράομαι

From LSJ
Revision as of 12:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεράομαι Medium diacritics: ἱεράομαι Low diacritics: ιεράομαι Capitals: ΙΕΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: hieráomai Transliteration B: hieraomai Transliteration C: ieraomai Beta Code: i(era/omai

English (LSJ)

Ion. ἱρ-, fut. -άσομαι [ᾱ] J.AJ4.2.3; Ion. A -ήσομαι SIG 1003 (Priene, ii B.C.): aor. -ησάμην ib.708.34 (Istropolis, ii B.C.); pf. part. ἱερημένος ib.5:—Pass., aor. 1 part. ἱεραθεῖσα Philol.71.41 (Delph.):—to be a priest or priestess, θεοῦ Hdt.2.35, cf. SIG1037.4 (Milet., iv/iii B.C.),al.; θεᾶς D.H.2.19; θεῷ Paus.6.11.2, cf. Philol. l.c.: abs., Th.2.2, Ph.2.157, al.; c. acc. cogn., ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aeschin.1.19 (v.l. ἱερώσασθαι): freq. in Inscrr., ἱερασάμενος τῇ πατρίδι CIG4069 (Ancyra), etc.; cf. ἱερόω.

German (Pape)

[Seite 1240] ion. ἱράομαι, dep. med., Priester oder Priesterinn sein; θεοῦ, eines Gottes, Her. 2, 35; absol., Thuc. 2, 2; ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aesch. 1, 19; ἱερᾶσθαι καὶ ἄρχειν D. Hal. 2, 19 u. sonst. – Die VLL. haben auch eine Form ἱεράτω, die sie κατὰ νόμον ὀργιαζέτω καὶ θυέτω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεράομαι: Ἰων. ἱράομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ, Παθ., εἶμαι ἱερεὺς ἢ ἱέρεια, θεοῦ Ἡρόδ. 2. 35, 37· θεῷ Παυσ. 6. 11, 2· ἀπολ., Θουκ. 2. 2· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Αἰσχίν. 3. 33· ἱρασάμενος τῇ πατρίδι κτλ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Ruhnk. εἰς Τίμ. ― ἱερεώσατο (= ἱεράσατο), Ἐπιγρ. Πειραιῶς CIA. ΙΙ. 613. ― ἱερεωμένης, ἱερείας οὔσης, Ἐπιγρ. Πειραιῶς ἐν Ἀθηναίου τόμ. Η΄, σ. 237.

French (Bailly abrégé)

v. ἱεράω.

Greek Monotonic

ἱεράομαι: Ιων. ἱράομαι, μέλ. -άσομαι [ᾱ] (ἱερεύς, ἱέρεια) — Παθ., είμαι ιερέας ή ιέρεια, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεράομαι: ион. ἱράομαι быть членом жреческой коллегии, состоять при храме жрецом или жрицей (ἱ. θεοῦ Her., Plut.; πεντήκοντα ἔτη Thuc.): ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aeschin. иметь сан жреца.

Middle Liddell

ἱεράομαι, ἱερεύς, ἵερεια]
Pass. to be a priest or priestess, Hdt., Thuc.