λιγύφθογγος

From LSJ
Revision as of 13:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγύφθογγος Medium diacritics: λιγύφθογγος Low diacritics: λιγύφθογγος Capitals: ΛΙΓΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: ligýphthongos Transliteration B: ligyphthongos Transliteration C: ligyfthoggos Beta Code: ligu/fqoggos

English (LSJ)

ον, A clear-voiced, in Hom. always epith. of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών Ar.Av.1380; ὄρνιθες B.5.23; μέλισσα (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.H.5.620.

German (Pape)

[Seite 44] hell, laut tönend, rufend, bei Hom. stets Beiwort der Herolde, z. B. Il. 2, 442; αὐλίσκοι, Theogn. 241; πτέρυγες, der Heuschrecken, Mnasale. 10 (VII, 192).

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύφθογγος: -ον, ἔχων λιγυράν, καθαρὰν καὶ διαπεραστικὴν φωνήν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κηρύκων, Ἰλ. Β. 442, κ. ἀλλ., Ὀδ. Β. 6, κτλ.· αὐλίσκοι Θέογν. 241· ἀηδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1381, Βακχυλ. 9. 10., 5. 23 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix claire ou au bruit sonore.
Étymologie: λιγύς, φθέγγω.

English (Autenrieth)

loud-voiced, clearvoiced.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιγύφθογγος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.
β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος.

Greek Monotonic

λῐγύφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική φωνή, λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λῐγύφθογγος:
1) звонкоголосый (ἀηδών Arph.);
2) громогласный, с зычным голосом (κήρυκες Hom.);
3) звонкий, т. е. стрекочущий (πτέρυγες, sc. ἀκρίδος Anth.).

Middle Liddell

λῐγύ-φθογγος, ον φθογγή
clear-voiced, of heralds, Hom.; of the nightingale, Ar.