αἰγίπους

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰγίπους Medium diacritics: αἰγίπους Low diacritics: αιγίπους Capitals: ΑΙΓΙΠΟΥΣ
Transliteration A: aigípous Transliteration B: aigipous Transliteration C: aigipous Beta Code: ai)gi/pous

English (LSJ)

-ποδος, ὁ, ἡ, αἰγίπουν, τό, = Αἰγιπόδης, Hdt. 4.25.

Greek (Liddell-Scott)

αἰγίπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 4. 25.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds de chèvre.
Étymologie: αἴξ, πούς.

Spanish (DGE)

-ουν

• Morfología: [gen. -ποδος]
de pies de cabra οἰκέειν τὰ ὄρεα αἰγίποδας ἄνδρας Hdt.4.25, neutr. Sch.Theoc.1.3/4d.

Greek Monotonic

αἰγίπους: -ποδος, ὁ, ἡ, τὸ αἰγίπουν = το προηγ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰγίπους: 2, gen. ποδος козлоногий (ἄνδρες Her.).

Middle Liddell

= αἰγιπόδης, Hdt.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰγίπους -ουν αἴξ, πούς acc. plur. -ποδας, met geitenpoten.