δονακῖτις
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A of reed, ψήκτρα AP6.307 (Phan.). II Subst., = λευκὴ ἄκανθα, Ps.-Dsc.3.12.
German (Pape)
[Seite 656] ιδος; ψήκτρα, von Rohr, Phani. 6 (VI, 307).
Greek (Liddell-Scott)
δονακῖτις: -ιδος, ἡ, ἐκ καλάμου ψήκτρα Ἀνθ. Π. 6. 307· ὡς οὐσιαστ. = λευκὴ ἄκανθα, Διοσκ. 3. 14.
French (Bailly abrégé)
ιδος
1 adj. f. de roseau;
2 subst. ἡ δονακῖτις aubépine, plante.
Étymologie: δόναξ.
Spanish (DGE)
(δονᾰκῖτις) -ιδος
• Morfología: [ac. δονακῖτιν AP 6.307 (Phan.)]
1 hecho de caña ψήκτρα δ. raspador de caña utilizado por los barberos AP l.c.
2 subst. ἡ δ. bot., otro n. de la ἄκανθα λευκή cardo blanco, Cirsium ferox (L.) DC., Ps.Dsc.3.12.