ἀνδρηλάτης

From LSJ
Revision as of 18:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρηλᾰτης Medium diacritics: ἀνδρηλάτης Low diacritics: ανδρηλάτης Capitals: ΑΝΔΡΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: andrēlátēs Transliteration B: andrēlatēs Transliteration C: andrilatis Beta Code: a)ndrhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ον, ὁ, A he that drives one from his home, dub.l. in A.Th.637, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, Aesch. Spt. 619, der in die Verbannung jagt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας αὐτοῦ, ἰδίως ὁ ἐκδικητής τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d’un crime de sang).
Étymologie: ἀνήρ, ἐλαύνω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [-ᾰ-]
el que expulsaEteocles a Polinices, A.Th.637 (cód.), cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀνδρηλάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που διώχνει τους άνδρες από το σπίτι τους
2. μτφ. τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνήρ, ἀνδρός + -ηλάτης (< ἐλαύνω «διώχνω»).
ΠΑΡ. ἀνδρηλατῶ].

Greek Monotonic

ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνήρ, ἐλαύνω), αυτός που αποδιώχνει κάποιον από την οικία του, εκδικητής του αίματος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρηλάτης: ου ὁ карающий изгнанием Aesch.

Middle Liddell

ἀνήρ, ἐλαύνω
he that drives one from home, the avenger of blood, Aesch.