ἀφικάνω

Revision as of 12:45, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

[ᾱ], Ep. A = ἀφικνέομαι, only pres. and impf., arrive at, mostly c. acc., Od.14.159, al.; πρὸς τεῖχος . . ἀφικάνει Il.6.388: c. gen., A.R.1.177.

German (Pape)

[Seite 411] (s. ἱκάνω), nur praes. u. impf., hingelangt sein, hinkommen, Hom. mit dem bloßen acc. des Zieles; Il. 6, 388 πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει; 14, 43 δεῦρ' ἀφικάνεις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῐκάνω: [ᾱ], Ἐπ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀφικνοῦμαι, ἥκω, Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ.· ὡσαύτως μετὰ προθ., πρὸς τεῖχος… ἀφικάνει Ἰλ. Ζ. 388.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἀφίκανον;
parvenir à, arriver à, acc..
Étymologie: ἀπό, ἱκάνω.

English (Autenrieth)

be come to, arrived at (from somewhere); δεῦρο, πρός τι, always with perf. signif., exc. Od. 9.450, and in Od. always w. acc. of end of motion.

Spanish (DGE)

(ἀφῐκάνω)
• Prosodia: [-κᾱ-]

• Morfología: [sólo pres. e impf.]
llegar, alcanzar c. ac. ἱστίη τ' Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω Od.14.159, ἀκτὴν Αἰαίην A.R.4.849, πεδίον Q.S.4.565, cf. 7.561, κονίη νεφέλας ἀφικάνει Orph.H.38.12
c. πρός y ac. πρὸς τεῖχος ... ἀφικάνει Il.6.388
c. ἐς, εἰς y ac. ἐς Τροίην Q.S.8.245, ἐς κλισίην Q.S.8.497, εἰς Μινύας Orph.A.111
c. adv. Ἄδμητος δ' ἀφίκανε Φεραιόθεν Orph.A.175.

Greek Monolingual

ἀφικάνω (Α) ικάνω
(επικός τ. αντί αφικνούμαι) φθάνω κάπου.

Greek Monotonic

ἀφῐκάνω: [ᾱ], μόνο σε ενεστ. και παρατ. φτάνω σε, έχω έρθει σε, με αιτ., σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφῐκάνω: (κᾱ) (только praes. и impf. ἀφίκανον) приходить, прибывать (τι и πρός τι Hom.).

Middle Liddell

only in present and imperfect
to arrive at, to have come to, c. acc., Hom.