οικοδομώ

From LSJ
Revision as of 16:45, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source

Greek Monolingual

-έω και -άω (ΑΜ οικοδομῶ, -έω) [[[οικοδόμος]] (Ι)]
1. ανεγείρω κτήριο, κτίζω (α. «η περιοχή δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», Ηρόδ.)
2. μτφ. δημιουργώ, θεμελιώνω (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα Ελλάδα» β. «ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ ἔργα», Ξεν.)
αρχ.
1. (γενικά) κατασκευάζω («οἰκοδομῶ γέφυραν», Ηρόδ.)
2. διαμορφώνω, φτειάχνω (α. «καὶ ᾠκοδόμησε τὴν αὐλὴν τὴν ἐσωτάτην», ΠΔ
β. «αἱ μέλιτται οἰκοδομοῦσιν τὰ κηρία», Αριστοτ.)
3. μτφ. ωφελώ, εξυψώνω το πνεύμα («ἡ γνῶσις φυσιοῑ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῑ», ΚΔ)
4. (μέσ.-παθ.) οἰκοδομοῦμαι, -έομαι
α) προσλαμβάνω οικοδόμους για να κτίσω κάτι («τὰ τείχη οἰκοδομησαμένων», Θουκ.)
β) (συνήθως με κακή έννοια) παίρνω θάρρος, παρακινούμαι, συνηθίζω («οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν», ΚΔ).