αυτόδιον

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

αὐτόδιον επίρρ. (Α)
ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άπαξ ειρημένη λ. (Οδ. θ. 449), που μπορεί να είναι επίρρ. ή επίθ. στην αιτιατική. Η αρχαία ερμηνεία της λ. είναι «εξ αυτής της οδού ελθόντα (ή εληλυθότα)» με αρχικό τ. αυθόδιον, ο οποίος έχει υποστεί ψίλωση. Σύμφωνα όμως με άλλη υπόθεση, η λ. προέρχεται από αυτοδιFον, με αναγωγή στο αυτ-ήμαρ «την ίδια μέρα» και στο αρχ. ινδ. sa-divah «ευθύς, αμέσως», του οποίου το β' συνθετικό εμφανίζει θ. div- (πρβλ. Ζευς, λατ. diēs «ημέρα»)].