ερωτικός

From LSJ
Revision as of 20:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρωτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη»)
2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή»)
3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται
μσν.
όμορφος, ευχάριστος στις αισθήσεις
2. ποθητός
3. ερωτευμένος
4. αγαπημένος
5. α) το αρσ. ως ουσ.ἐρωτικός
ο εραστής
β) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρωτική
η ερωμένη, η αγαπημένη
αρχ.-μσν.
1. αυτός που επιθυμεί ζωηρά κάτι
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐρωτικά
ζητήματα σχετικά με τον έρωτα, ερωτικές υποθέσεις.
επίρρ...
ερωτικώς και ερωτικά
(AM ἐρωτικῶς)
1. με ερωτικό τρόπο
2. με ερωτική διάθεση
αρχ.
φρ. «ἐρωτικῶς ἔχω τινός»
α) έχω ερωτική σχέση με κάποιον
β) (με απαρμφ.) επιθυμώ σφοδρά να κάνω κάτι («ἐρωτικῶς ἔχειν τοῦ ἤδη ποιεῖν τι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος. Η λ. ερωτικός απαντά ως α’ σύνθ. σε επτά μεσαιωνικά σύνθετα (πρβλ. ερωτικόβρυτος, ερωτικογραμμένος, ερωτικοενήδονος, ερωτικοθέλημα, ερωτικοκάρδιος, ερωτικοκόρη, ερωτικοπόθος) πιθ. αντί του ερωτο-].