ιδεαλισμός

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

ο
1. η τάση προς το ιδεώδες, η αναζήτηση του ιδεώδους
2. γενικός χαρακτηρισμός τών φιλοσοφικών θεωριών που υποστηρίζουν ότι η συνείδηση, η σκέψη, το ψυχικό και πνευματικό στοιχείο είναι τα πρωταρχικά και θεμελιώδη, ενώ η ύλη, η φύση και γενικά το φυσικό στοιχείο είναι δευτερεύοντα παράγωγα καθοριζόμενα και εξαρτημένα
3. φρ. α) «υποκειμενικός ιδεαλισμός» — κοσμοαντίληψη η οποία ταυτίζει το πνεύμα με την υποκειμενική συνείδηση, αρνούμενη την ανεξάρτητη από το γνωστικό υποκείμενο ύπαρξη της υλικής πραγματικότητας και ανάγοντας τη συνείδηση αυτή και τα παράγωγά της σε μόνη πραγματικότητα
β) «αντικειμενικός ιδεαλισμός» — κοσμοαντίληψη κατά την οποία το Είναι θεμελιώνεται σε μια αυθύπαρκτη πνευματική πραγματικότητα —όπως λ.χ. στις Ιδέες, στην Απόλυτη Ιδέα, στο Ανώτατο Πνεύμα ως δημιουργού τών πάντων κ.λπ. — ανεξάρτητη από την ατομική συνείδηση του υποκειμένου, του ανθρώπου
γ) «απόλυτος ιδεαλισμός» — η κοσμοαντίληψη του εγελιανισμού
δ) «υπερβατικός ιδεαλισμός» ή «κριτικός ιδεαλισμός» — όρος που χρησιμοποίησε ο Καντ για να χαρακτηρίσει το φιλοσοφικό σύστημά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το θέμα της (ιδε-), πρβλ. γαλλ. idealisme < γαλλ. ideal (< λατ. ide-alis < idea, πρβλ. ιδέα) + -isme, ενώ ως προς την κατάλ. (-αλισμός) είναι μεταφορά. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κωνστ. Ηρακλείδη].