καλλίζωνος

From LSJ
Revision as of 10:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίζωνος Medium diacritics: καλλίζωνος Low diacritics: καλλίζωνος Capitals: ΚΑΛΛΙΖΩΝΟΣ
Transliteration A: kallízōnos Transliteration B: kallizōnos Transliteration C: kallizonos Beta Code: kalli/zwnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A with beautiful girdles, γυναῖκες Il.7.139, 24.698, Od.23.147; Ἥρα B.5.89: in late Prose, κόραι Hld.3.2.

German (Pape)

[Seite 1309] mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίζωνος: ὁ, ἡ, ὁ καλὴν φορῶν ζώνην, γυναῖκες Ἰλ. Η. 139, Ω. 698, Ὀδ. Ψ. 147· κ. Ἥρα Βακχυλ. V. 87.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la belle ceinture.
Étymologie: καλός, ζώνη.

English (Autenrieth)

with beautiful girdles. (See cut No. 44.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίζωνος, -ον)
αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει λεπτή μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, εύ-ζωνος].

Greek Monotonic

καλλίζωνος: ὁ, ἡ (ζώνη), αυτός που φοράει όμορφη ζώνη, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίζωνος: красиво подпоясанный (γυναῖκες Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίζωνος -ον [καλός, ζώνη] met mooie gordel.

Middle Liddell

καλλί-ζωνος, ὁ, ἡ, ζώνη
with beautiful girdles, Hom.